- σατυριώ
- -άω, Απάσχω από σατυρίαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + επίθημα -ιῶ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ-ιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σατυρίῳ — Σατύριος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυρίῳ — σατύριον man orchis neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυρίαση — (Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων… … Dictionary of Greek
σατυριακός — ή, όν, Α [σατυριῶ] 1. αυτός που προκαλεί σατυρίαση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σατυριακή ονομασία αντιδότου … Dictionary of Greek
σατυριασμός — ο, ΝΑ [σατυριῶ] η σατυρίαση … Dictionary of Greek